- ἀνακαθαίρεται
- ἀνακαθαίρωclear outpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσανακάθαρτος — δυσανακάθαρτος, ον (Α) που δύσκολα ανακαθαίρεται (για τραύματα και έλκη) … Dictionary of Greek